Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

συνηρμοσμένος

ταιριασμένος, κουρδισμένος, εναρμονισμένος. Ξενοφών (Συμπόσ. 3, 1): "Εκ δε τούτου συνηρμοσμένη τη λύρα προς τον αυλόν εκιθάρισεν ο παις και ήσεν" (μετά από αυτό, το παιδί, αφού κούρδισε τη $λύρα* του προς τον $αυλό*αυλός|, έπαιξε και τραγούδησε).

, ταιριασμένος, κουρδισμένος, εναρμονισμένος. Ξενοφών (Συμπόσ. 3, 1): "Εκ δε τούτου συνηρμοσμένη τη λύρα προς τον αυλόν εκιθάρισεν ο παις και ήσεν" (μετά από αυτό, το παιδί, αφού κούρδισε τη λύρα του προς τον αυλό, έπαιξε και τραγούδησε).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: